Η ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ LEMMY ΣΤΟΝ GUARDIAN

Λίγοι μουσικοί έχουν φορέσει τον μανδύα του επαναστάτη με την πειστικότητα του ηγέτη των Motörhead, Λέμμυ, που πέθανε προχθές στα 70 του χρόνια χτυπημένος από τον καρκίνο. Παρότι η πιο διαδεδομένη εικόνα του ήταν αυτή του ταραχοποιού, η επιρροή του Λέμμυ ως μουσικού και τραγουδοποιού δεν πρέπει να υποτιμάται.

\r\n\r\n

Το παίξιμό του στο μπάσο ήταν μοναδικό, έτσι όπως συνδύαζε τη βαριά παραμόρφωση και τα ακόρντα παράγοντας έναν ήχο που περισσότερο θύμιζε ρυθμική κιθάρα. Ο γκαζωμένος από την αμφεταμίνη ρυθμός των τραγουδιών τωνMotörhead στη δεκαετία του ’70 έκανε την μπάντα –παρ’ όλες τις αλλαγές στη σύνθεσή της– να ξεχωρίζει από τον πιο αργό χέβι μέταλ ήχο της εποχής, και επηρέασε πολλούς νεώτερους όπως οιMetallica. Παρά την ωμότητα της μουσικής του, οι μελωδίες του Λέμμυ χρωστούσαν πολλά στους κλασικούς του ροκ’ν’ρολ της δεκαετίας του ’50 όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ, κι αυτό έκανε τον ήχο των Motörhead αναγνωρίσιμο και δημοφιλή. Πράγματι, ο Λέμμυ πάντα επέμενε ότι οι Motörhead ήταν μια καθαρή ροκ’ν’ρολ μπάντα, τη στιγμή που, γύρω του, κριτικοί και οπαδοί, του έλεγαν ότι παίζει χέβι μέταλ.

\r\n\r\n

Ο Λέμμυ εξέφρασε τις απόψεις του για τον κόσμο με φοβερή χολή και ακρίβεια σε δίσκους όπως το Overkill (1979) και το Iron Fist (1982), και το κοινό αντιδρούσε με ακράτητο ενθουσιασμό σε τραγούδια όπως το Ace of Spades,το Bomber και το I Got Mine. Και ενώ τα τραγούδια των Motörhead ήταν συχνά απλοϊκοί ύμνοι στην ακολασία (Born to Raise Hell) ή μια γενική εκδήλωση μίσους προς την εξουσία (Eat the Rich), έθιγαν επίσης θέματα όπως ο πόλεμος (Get Back in Line) και η κακοποίηση παιδιών (Don’t Let Daddy Kiss Me). Ο Λέμμυ δεν φοβήθηκε ποτέ να πάρει θέση για οποιοδήποτε θέμα τον ενδιέφερε ή τον ενοχλούσε, και κατέθεσε τις απόψεις του πάνω σε μια ποικιλία ζητημάτων για τις επόμενες γενιές στην αυτοβιογραφία του, White Line Fever, το 2002, και σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο το όνομά του, το 2010.

\r\n\r\n

Ο Λέμμυ σκεφτόταν, συζητούσε και φιλοσοφούσε, με σπάνιο και ασυνήθιστο για το πεδίο της σκληρής μουσικής ένστικτο και ενσυναίσθηση. Πολύ συχνά, δημοσιογράφοι που του έπαιρναν συνεντεύξεις έμεναν κατάπληκτοι από τη βαθιά κατανόηση που έδειχνε για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ενώ δεν ήταν καθόλου αισιόδοξος για την πρόοδο της ανθρωπότητας. «Ο κόσμος θα καταστραφεί και όλοι θα είναι στα δωμάτιά τους πάνω από τις οθόνες τους», έλεγε. Η αποστροφή του για τη θρησκεία, τις κυβερνήσεις και γενικά για κάθε εγκαθιδρυμένη αυθεντία ήταν παραπάνω από ξεκάθαρη.

\r\n\r\n

Το ενδιαφέρον του Λέμμυ για την ιστορία ήταν στη ρίζα της αμφιλεγόμενης συνήθειάς του να συλλέγει αναμνηστικά του Γ΄ Ράιχ. Ο ίδιος έλεγε πως, όταν οι επισκέπτες του διαμερίσματός του στο Δυτικό Χόλιγουντ έχαναν το χρώμα τους αντικρίζοντας την τεράστια συλλογή του από μαχαίρια, λάβαρα, μετάλια και στολές των Ναζί, αυτός τους αντιγύριζε: «Η μαύρη φιλενάδα μου δεν έχει πρόβλημα μ’ αυτά, οπότε δεν βλέπω τον λόγο να έχετε εσείς». Έλεγε επίσης: «Το ότι συλλέγω ναζιστικά ενθύμια, δεν σημαίνει ότι είμαι φασίστας ή σκίνχεντ. Απλά μου αρέσει το στιλ τους. Πάντα μου άρεσαν οι όμορφες στολές και, αν διατρέξει κανείς την ιστορία, οι κακοί είχαν πάντα τις ωραιότερες: ο Ναπολέων, οι Νότιοι της Συνομοσπονδίας, οι ναζί».

\r\n\r\n

Το κανονικό του όνομα του ήταν Ίαν Κίλμιστερ και γεννήθηκε στο Stoke-on-Trent της κεντρικής Αγγλίας, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1945 (αργότερα μνημόνευσε τη συγκεκριμένη μέρα με το τυπικό ξερό χιούμορ του στο τραγούδι Capricorn). Μοναχοπαίδι καθώς ήταν, ο Λέμμυ έζησε μια σχετικά μοναχική παιδική ηλικία, αρχικά στη γενέθλια πόλη του και μετά στην ύπαιθρο της βόρειας Ουαλίας, όπου οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι με το οποίο έγινε διάσημος. (Διαψεύδοντας τις σχετικές φήμες, ο ίδιος επέμενε ότι δεν βγήκε από τη φράση «Δώσ’ μου [lemme, από το lend me] ένα πεντόλιρο».) Ο πατέρας τού Λέμμυ, στρατιωτικός ιερέας, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο γιος του ήταν πολύ μικρός: ως αποτέλεσμα, το παιδί απέκτησε πολύ κοντινή σχέση με τη μητέρα του και πάντα του άρεσε η παρέα των γυναικών.

\r\n\r\n

Όταν άφησε το σχολείο, ο Λέμμυ δούλεψε σ’ ένα εκτροφείο αλόγων και σ’ ένα εργοστάσιο πριν πιάσει την κιθάρα του για να κατέβει στο Λονδίνο προκειμένου να συμμετάσχει στην αναδυόμενη αντικουλτούρα της εποχής. Κατανάλωσε άφθονες ποσότητες LSD ως μέλος του συνεργείου του Τζίμι Χέντριξ στα χρόνια γύρω από το 1970, και αργότερα ως μπασίστας του spacerock συγκροτήματος των HawkwindΈλεγε ότι τα παραισθησιογόνα τον έκαναν πιο ανεκτικό. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Λέμμυ άρχισε να παίρνει αμφεταμίνες για να καταπολεμά την εξάντληση από τις πολύμηνες περιοδείες με τους Motörhead. Ακόμα κι όταν περιόρισε την κατανάλωση ουσιών από τη δεκαετία του ’90 και μετά, λόγω υπέρτασης και διαβήτη, και ακόμα κι όταν εγχειρίστηκε το 2013 για να εμφυτεύσει έναν καρδιομετατροπέα-απινιδωτή στο στήθος του, ο Λέμμυ εξακολούθησε να πίνει και να καπνίζει: «Σκυλίσια αυθάδεια στα μούτρα της αυξανόμενης αντίστασης σε αυτήν», όπως το έθετε ο ίδιος.

\r\n\r\n

Το 1975 ο Λέμμυ απολύθηκε από τους Hawkwind όταν συνελήφθη κατά τη διάρκεια περιοδείας για κατοχή ουσιών στα καναδικά σύνορα. Η απάντησή του ήταν ο σχηματισμός των Motörhead μαζί με τον κιθαρίστα Λάρι Ουάλις και τον ντράμερ Λούκας Φοξ, αφού ο μάνατζέρ του τον έπεισε να μην ονομάσει την μπάντα του Bastard, όπως ήθελε αρχικά. Μετά από κάποιες πρώιμες προσπάθειες να γίνουν γνωστοί, η σύνθεση των Motörheadσταθεροποιήθηκε με τον κιθαρίστα «Γρήγορο» Έντι Κλαρκ και τον ντράμερ Φιλ «Βρομερό» Τέιλορ[1] που θεωρείται από τους περισσότερους η καλύτερη που είχαν ποτέ, και ήταν οπωσδήποτε η πιο επιτυχημένη. Η χρυσή εποχή τους –από το 1979 ως το 1983 περίπου– κορυφώθηκε με το ζωντανά ηχογραφημένο No Sleep ’til Hammersmith, που έφτασε στο βρετανικό νούμερο 1.

\r\n\r\n

Ο Λέμμυ δεν παντρεύτηκε ποτέ, εξηγώντας σε πολλές περιστάσεις ότι ο έρωτας της ζωής του ήταν η Σούζαν Μπένετ, μια φιλενάδα του που πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης στα 19 της. Ο ίδιος μισούσε την ηρωίνη όλη του τη ζωή, αλλά περιφρονούσε και τις αναποτελεσματικές κρατικές πολιτικές για τον περιορισμό της χρήσης της. Μία από τις πολλές σουρεαλιστικές συναντήσεις του Λέμμυ με το κατεστημένο συνέβη το 2005, όταν ο Συντηρητικός πολιτικός Ουίλιαμ Γκρέιαμ τον προσκάλεσε για να μιλήσει στην Ουαλική Βουλή για το θέμα της ηρωίνης και αυτός του προκάλεσε φοβερή αμηχανία προτείνοντας την πλήρη νομιμοποίησή της. «Ο Λέμμυ μας παρουσίασε σίγουρα μια εναλλακτική λύση από αυτήν που δοκιμάζουμε μέχρι τώρα», ψέλλισε ο Γκρέιαμ λίγο μετά.

\r\n\r\n

Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που, παρότι πληγώθηκε από τον τρόπο που ανατράφηκε, αγαπούσε τον γιο του, Πολ, με τον οποίο επανενώθηκε ως μεσήλικας μετά από δεκαετίες αποχωρισμού. Λάτρευε και σεβόταν τις γυναίκες, αλλά αυτό το έδειχνε μέσα από εκατοντάδες σχέσεις της μίας βραδιάς. Η μουσική του ήταν τραχιά, αλλά το γούστο του καλλιεργημένο: οι Μόντι Πάιθον και ο Πι Τζι Γούντχαουζ[2] ήταν οι πιο πιστοί του σύντροφοι. «Πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια με το ροκ’ν’ρολ», είχε πει κάποτε, «και το ροκ’ν’ρολ πέρασε τα καλύτερά του χρόνια μαζί μου. Αυτό μου φτάνει».

\r\n\r\n

Ο Joel McIver είναι συγγραφέας βιβλίων για τη ροκ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον «Guardian», στις 29.12.2015.

\r\n\r\n

* «Γεννήθηκε για να χάνει, έζησε για να κερδίζει»: Μια από τις πιο γνωστές ρήσεις του Λέμμυ, που την είχε κάνει τατουάζ στο μπράτσο του.

\r\n\r\n

[1] Η είδηση του θανάτου του, μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, κατέβαλε τον Λέμμυ (Σ.τ.Μ.).

\r\n\r\n

[2] PG Wodehouse (1881-1975), ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους χιουμορίστες, με πολλές εκδοτικές και θεατρικές επιτυχίες. Οι αμφιλεγόμενες ραδιοφωνικές εκπομπές του από το Βερολίνο (όπου ήταν αιχμάλωτος) κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. και η κατακραυγή που ξεσήκωσαν στην πατρίδα του τον ώθησαν, μετά το τέλος του πολέμου, να αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, χρίστηκε ιππότης λίγο πριν πεθάνει. (Σ.τ.Μ.

\r\n\r\n

μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

\r\n\r\n

\r\n

Copyright 2024. All Right Reserved.