
Monuments
Φθινοπώριασε. Μπροστά απ’ τον παλιό νερόμυλο στέκει η γνωστή μαυροντυμένη φιγούρα. Σε μαγνητίζει και την προσεγγίζεις, όταν όμως ζυγώνεις, φοβάσαι και κάνεις ν’ απομακρυνθείς. Από πάνω, τα κλαδιά του ευκάλυπτου καλύπτουν το κάθιδρο σώμα σου, καθώς ο υγρός αέρας σου κόβει την ανάσα. Σου απλώνει το χέρι. Αυτό ήταν:
\r\n\r\n
"My name is Lucifer; please take my hand".
2013 και οι μεγάλες ροκ μπάντες του παρελθόντος ζουν δεύτερη νιότη, καθώς τα media αποφάσισαν να πλάσουν μία μυθολογία γύρω από το είδος που υπηρετούν, η οποία δεν υπήρχε πριν μία δεκαετία. Οι Motorhead δεν έμειναν έξω απ’ το παιχνίδι. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες μπάντες που βγάζουν δίσκους-ξεπέτες για να βγουν περιοδεία (βλ. Van Halen) ή άλλες που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κυκλοφορήσουν οτιδήποτε, το πιο βρώμικο τρίο του σκληρού ήχου δεν λησμονεί ποτέ τα καθήκοντά του, κι αυτό είναι φυσικά προς τιμήν του.
Αυτή η μπάντα ξέρει να ροκάρει. Όταν κυκλοφόρησε το "The world is yours" το 2010, οι Motorhead είχαν πίσω του τρεις δεκαετίες μουσικής παρουσίας. Με ελάχιστα σκαμπανεβάσματα, η μπάντα πάντα παρέδιδε καλούς δίσκους, ο καθένας με τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα. Από την άλλη, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει το γκρουπ για ολιγωρία ή οκνηρία, αφού ουδέποτε έκανε διάλειμμα μεγαλύτερο των τριών, άντε τεσσάρων ετών, μεταξύ των δισκογραφικών εμφανίσεών της.
Αυτή η μπάντα ξέρει να ροκάρει. Όταν κυκλοφόρησε το "Motorizer" το 2008, οι Motorhead είχαν πίσω του τρεις δεκαετίες μουσικής παρουσίας. Με ελάχιστα σκαμπανεβάσματα, η μπάντα πάντα παρέδιδε καλούς δίσκους, ο καθένας με τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα. Από την άλλη, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει το γκρουπ για ολιγωρία ή οκνηρία, αφού ουδέποτε έκανε διάλειμμα μεγαλύτερο των τριών, άντε τεσσάρων ετών, μεταξύ των δισκογραφικών εμφανίσεών της.
Το πάρτι καλά κρατεί, τα riff τα χώνουν, τα τύμπανα τα σπάνε, το δάπεδο σείεται και η οροφή ξεχαρβαλώνεται. Το "Kiss of death" είναι ό,τι απαιτεί ένας fan των Motorhead από την αγαπημένη του μπάντα... εφόσον δεν έχει υψηλές απαιτήσεις! Έτσι είναι, φίλοι: Οι Motorhead του 21ου αι. -τουλάχιστον από το "Inferno" και μετά- δεν εντυπωσιάζουν, δεν καινοτομούν, αλλά εμμένουν στη γνωστή φόρμουλα, ικανοποιώντας τους παλιούς οπαδούς, δίχως να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να κερδίσουν καινούργιους.
Από αυτόν τον δίσκο και μετά πιστεύω ότι οι Motorhead τυποποιήθηκαν. Για να εξηγηθώ: Οι metallers που δεν τους ακούνε ισχυρίζονται ότι η μπάντα απλά βγάζει τον ίδιο δίσκο ξανά και ξανά, δίχως να αλλάζει τίποτα ουσιαστικό στον ήχο της. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το "punk meets proto-metal" ύφος του "Overkill" με το hard rock του "Another perfect day" και πάλι το ασήκωτο "Sacrifice" με το μπλουζάτο "Snake bite love" για να καταλάβει ότι οι Motorhead κάθε άλλο παρά στάσιμοι έμεναν.
Παρότι τα χρόνια περνούσαν, οι Motorhead δεν έλεγαν να γεράσουν. Έτσι, μετά ένα μικρό διάλειμμα ενός μόλις έτους, επέστρεψαν με το καλό "Hammered", το οποίο και θα χαρακτήριζα ως "Snake bite love part 2", μόνο που εδώ όλα ακούγονται αναβαθμισμένα. Ο ήχος μπορεί και πάλι να ταλαντεύεται μεταξύ του heavy metal και του blues, οι συνθέσεις όμως είναι αντικειμενικά πιο καλές, τόσο αυτόνομα, όσο και ποσοστιαία.
Θυμάμαι ξεκάθαρα όταν βγήκε το "We are Motorhead" (2000 ήτο... πώς περνάνε τα χρόνια!). Η εντύπωση που είχε προκαλέσει ήταν αρκετά μεγάλη, πράγμα που οφειλόταν ενδεχομένως σε δύο λόγους: 1) Πρόκειται για τον πιο heavy ίσως δίσκο της μπάντας. 2) Είχε ακολουθήσει του όχι άσχημου, αλλά κάπως άνισου, "Snake bite love" (1998). Σε αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε και την αντικειμενική αξία των τραγουδιών, μερικά εκ των οποίων συγκαταλέγονται άνετα στις κορυφαίες στιγμές της μπάντας.
Το "Snake bite love" συνεχίζει την ηχητική παράδοση που εγκαθίδρυσαν οι Motorhead στη δεκαετία του ’90, που περιλαμβάνει heavy κιθάρες, ογκώδες rhythm section και έντονα μεταλλικά στοιχεία. Ωστόσο, στον παρόντα δίσκο η μπάντα επανεισάγει κάποια rock n’ roll στοιχεία, που έχουν να ακουστούν τόσο έντονα από το "1916" (1991).
Με την αποχώρηση του Burston μετά την περιοδεία του πολύ καλού "Sacrifice", οι Motorhead ξαναέγιναν τριμελές σχήμα, κάτι που είχε να συμβεί από το 1986. Ο Campbell ένιωσε πιεσμένος, ωστόσο απέδωσε τα μέγιστα στην ηχογράφηση του αξιόλογου "Overnight sensation", που αποτελεί τη φυσική συνέχεια του ήχου του προηγούμενου δίσκου: heavy υπόστρωμα, μερικά punk στοιχεία και συμπαγές rhythm section.









