
Monuments
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν: Black Sabbath με Ozzy ή με Dio στα φωνητικά; Φαίνεται παράξενο, και όντως είναι, το πώς οι δύο μόλις δίσκοι που κυκλοφόρησαν οι θρυλικοί γεννήτορες του heavy metal με τον Ronnie James Dio πίσω από το μικρόφωνο τη διετία 1980-1981, έχουν αποκτήσει τόσο πολλούς αφοσιωμένους οπαδούς, ώστε να κοντράρουν στα ίσα τα τουλάχιστον πέντε υπερκλασικά, και με όνομα βαρύ σαν ιστορία, LPs που η ίδια μπάντα δημιούργησε με τον Ozzy στην ίδια θέση.
Στη δύση του 20ου αιώνα και στον απόηχο του καλού "Unleash the beast", οι Saxon επανήλθαν με ακόμα έναν αξιόλογο δίσκο, το "Metalhead", που αποδείκνυε για δεύτερη συνεχόμενη φορά ότι η αντικατάσταση του Oliver από τον Scarratt στις κιθάρες ήταν ευεργετική για την μπάντα, που πια είχε ξεπεράσει το στάδιο της αξιοπρέπειας, βγάζοντας πλέον αντικειμενικά καλές δουλειές.
To "Unleash the beast" είναι ο πρώτος δίσκος των Saxon χωρίς τον Graham Oliver στις κιθάρες, κάτι όμως που τελικά λειτουργεί υπέρ του σχήματος, αφού το συγκεκριμένο album το θεωρώ ως ό,τι καλύτερο έχει βγάλει μέσα στη δεκαετία του ’90. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, εύσημα αρμόζουν στον αντικαταστάτη του Oliver, Doug Scarrat, που συνεχίζει ως σταθερό μέλος της μπάντας μέχρι και σήμερα και ο οποίος φαίνεται ότι έφερε μαζί του τη φρεσκάδα της ανανέωσης που τόσο πολύ χρειάζονταν οι Saxon.
Εν έτει 1995, οι Saxon ήταν σε θέση να βγάζουν αξιοπρεπείς και ορεξάτους δίσκους, κρατώντας ψηλά τη σημαία του παραδοσιακού heavy metal (που τότε δεν ήταν και στα καλύτερά του). Εντάξει, μην περιμένετε να ακούσετε κανένα δεύτερο "Wheels of steel", σίγουρα όμως δεν θα απογοητευτείτε αν επενδύσετε λίγο χρόνο σε έναν δίσκο όπως το "Dogs of war".
Τρία χρόνια απουσίας που δηλώνουν ότι η μπάντα πέρασε μία μακρά περίοδο ενδοσκόπησης για να βρει τον εαυτό της και να προχωρήσει. Και το αμερικανικό όνειρο που τόσο πολύ υπηρέτησε με τα "Crusader" (1984), "Innocence is no excuse" (1985), "Rock the nations" (1986) και "Destiny" (1988) έπαψε (δόξα τω Θεώ) να την πνίγει σαν θηλιά.
Ο διάδοχος του απογοητευτικότατου "Rock the nations" ήταν το παντελώς ασήμαντο "Destiny". Πραγματικά, όταν μία μπάντα που υποτίθεται ότι έχει αυτοσεβασμό, καθώς και αξιοσέβαστη πορεία στον χώρο του heavy metal, ανοίγει τον δίσκο της με την τραγελαφική διασκευή στο "Ride like the wind" του... Christropher Cross (!!), τι μπορεί να περιμένει κανείς; Πολύ σωστά, τίποτα. Κι αυτό ακριβώς παίρνει!
Ύστερα από το συμπαθητικό, αλλά μάλλον κατώτερο των δυνατοτήτων τους, "Innocence is no excuse" (1985), οι Saxon συνέχισαν αμετανόητοι να θηρεύουν το αμερικάνικο όνειρο, παίζοντας εμπορικό metal με glam και arena rock αναφορές. Έτσι, με σταθερά φθίνουσα πορεία ως προς την ποιότητα, κυκλοφόρησαν το 1986 το μετριότατο (προς κακό) "Rock the nations".
Οι Saxon οπωσδήποτε αποτελούν μία από τις καλύτερες και πιο επιδραστικότερες μπάντες που ξεπήδησαν από το κίνημα σταθμός στην εξέλιξη του σκληρού ήχου, που άκουγε στο όνομα σιδηρόδρομος New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM). Υπηρετώντας πιστά το όραμά τους, ορμητικοί και ασυμβίβαστοι, οι Saxon χάρισαν τέσσερις σημαντικούς δίσκους στο διάστημα 1979-1981. Κατόπιν, είπαν να αλλάξουν το ύφος τους επί το επικότερον, κυκλοφορώντας το εξαίσιο "Power and the glory" (1983).
Αν κάναμε μία σφυγμομέτρηση ανάμεσα στους νέους σε ηλικία μεταλλάδες, ρωτώντας τους τι ακριβώς πιστεύουν για τους Saxon, οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- θα έλεγαν ότι είναι μία μπάντα που ανέκαθεν πρέσβευε τον ανόθευτο ήχο και την αμεσότητα του σκληρού ύφους. Πόσοι άραγε από αυτούς θα είχαν υπόψη τους το εμπορικό ιντερμέδιο που ενώνει το "Power and the glory" του 1983 με το "Solid ball of rock" του 1991, και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερις studio δίσκους, αρχής γενομένης από το "Crusader" του 1984; Κι όμως, τούτο το "αμερικανογενές" διάλειμμα έγινε στα αλήθεια!
Εν έτει 1983, το κίνημα του NWOBHM, από το οποίο, κακά τα ψέματα, γεννήθηκε το σύγχρονο heavy metal, έπνεε τα λοίσθια. Οι μπάντες που πρωτοστάτησαν άλλαζαν τον ήχο τους, για το δικό τους καλό, αλλά και για εκείνο του μεταλλικού ιδιώματος, που δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να μείνει στάσιμο. Οι Saxon, μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις του NWOBHM το αντιλήφθηκαν γρήγορα αυτό. Βάζοντας, λοιπόν, μία τελεία με το υπέροχο live "The eagle has landed" (1982), έκαναν το μεγάλο βήμα και μεταμορφώθηκαν σε ήρωες του power metal, διατηρώντας ωστόσο τις κλασικές καταβολές τους.