Monuments
Ύστερα από μία τριετία εμπορικής επιτυχίας και καλλιτεχνικής καταξίωσης (1979-1981), οι Motorhead μπήκαν στο studio για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του "Ace of spades". Δυστυχώς γι’ αυτούς, έκαναν το λάθος να απολύσουν τον Vic Maile, τον αρχιτέκτονα, σε μεγάλο βαθμό, του heavy ήχου του δίσκου. Έτσι, τη θέση του παραγωγού κάλυψε ο Eddie Clarke, ο οποίος, αντικειμενικά, δεν έκανε κακή δουλειά, αν και προσέδωσε μία έντονη punk χροιά στο "Iron fist", παραπέμποντας, με αυτό τον τρόπο, στο ύφος των "Overkill" και "Bomber’.
Με το ηθικό ακμαιότατο, οι Motorhead, που το 1980 και 1981 πούλησαν χιλιάδες αντίτυπα με το "Ace of spades", αλλά και με το επιτυχημένο EP "St. Valentine’s massacre day" (στο οποίο συμμετείχε και το θηλυκό hard rock σχήμα των Girlschool), αποφάσισαν να βγάλουν στην αγορά τον πρώτο full length ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο τους. Ο θρύλος θέλει τον Lemmy να είναι κάθετα αντίθετος στην κυκλοφορία του album, κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ισχύει.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το ποιο είναι το δημοφιλέστερο τραγούδι των Motorhead. Όποια συλλογή κι αν πέσει στα χέρια σας, δεν υπάρχει περίπτωση, το "Ace of spades" θα έχει μέσα. Κι όμως, παρότι η φήμη του τραγουδιού του ομώνυμου δίσκου μεγαλώνει όσο περνάνε τα χρόνια, τίποτα δεν έχει καταφέρει να επισκιάσει την αντίστοιχη του δίσκου, ο οποίος παραμένει μία από τις κλασικότερες κυκλοφορίες της μπάντας, για πολλούς μάλιστα αποτελεί την ποιοτικότερη δουλειά τους.
Ύστερα από τον απόλυτο θρίαμβο του αριστουργηματικού "Overkill", οι Motorhead μπήκαν γρήγορα στο στούντιο μαζί με τον πάλαι ποτέ παραγωγό των Rolling Stones, Jimmy Miller, για να ηχογραφήσουν τον επόμενο δίσκο τους, που άκουγε στο όνομα "Bomber".
Αυτή είναι η στιγμή που όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους για τους Motorhead. Η χημεία των μελών έδεσε, η μπάντα βρήκε το προσωπικό της ύφος (ανεπανάληπτο μέχρι τότε και εξαιρετικά επιδραστικό στην εξέλιξη του σκληρού ήχου), οι συνθέσεις η μία καλύτερη από την άλλη, το εξώφυλλο κλασικό, ο παραγωγός (Jimmy Miller) αριστοτέχνης... Πραγματικά, το "Overkill" είναι ένας από τους ελάχιστους heavy metal δίσκους, όπου αδυνατώ να εντοπίσω έστω και μια αδυναμία ή κάποιο ψεγάδι. Τα πάντα εδώ φωνάζουν δυνατά και περίτρανα: "κλασικό"!
Το ντεμπούτο των Motorhead έδειχνε μία μπάντα που ήξερε να παντρεύει το pub rock (παρακλάδι του new wave) με το εκκολαπτόμενο heavy metal, με σαφείς αναφορές στο rock n’ roll της δεκαετίας του ’60. Ο δίσκος αποτελεί ουσιαστικά την επανηχογράφηση των περισσότερων κομματιών που θα είχαν κυκλοφορήσει οι Motorhead με την προηγούμενη σύνθεσή τους (Lemmy/ Larry Wallis/ Lucas Fox), κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ, γιατί οι United Artist, η εταιρεία στην οποία ανήκαν τότε, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μην το βγάλει στην αγορά (τελικά θα κυκλοφορήσει το 1979, υπό τον τίτλο "On parole").
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για τους Motorhead! Ή μήπως όχι; Το "On parole" μπορεί να είναι το πρώτο album που ηχογράφησε η μπάντα, δεν κυκλοφόρησε όμως αμέσως, και μάλιστα όταν βγήκε τελικά στην αγορά, οι Motorhead είχαν ήδη αλλάξει σύνθεση. Μπερδευτήκατε; Ας βάλουμε τα γεγονότα σε μια σειρά.
Ο διάδοχος του αμφιλεγόμενου "Jugulator" έχει φάει απίστευτη χολή από το δευτερόλεπτο που έκανε την εμφάνισή του στα δισκοπωλεία. Σύμφωνα με τους επικριτές του (που τυγχάνουν όχι ευάριθμοι), το "Demolition" διαθέτει απαίσιο ήχο και περιέχει κάτω του μετρίου συνθέσεις. Το πόσο πολύ το αγνόησε η μεταλλική κοινότητα αντικατοπτρίζεται και στις απογοητευτικές πωλήσεις του, που κυριολεκτικά ανάγκασαν το σχήμα να απολύσει τον Tim "Ripper" Owens και να επισπεύσει την επανένωση με τον Rob Halford, του οποίου η προσωπική καριέρα δεν πήγαινε και πολύ καλύτερα από εμπορική σκοπιά.
Όταν ο Rob Halford, αρχικός τραγουδιστής των Judas Priest και εις εκ των ιδρυτικών μελών, αποχώρησε από την μπάντα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το συγκρότημα έπεσε σε αδράνεια. Μερικά έτη παρήλθαν και επανεμφανίστηκε με νέο τραγουδιστή, τον Αμερικανό πιτσιρικά Tim "Ripper" Owens, με τον οποίο κυκλοφόρησε το "Jugulator" το 1997. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούσε κανείς μόλις έπιανε τον δίσκο στα χέρια του, ήταν το πανάθλια σκαναρισμένο και γεμάτο πίξελ εξώφυλλο, που κάθε άλλο παρά προκαταλάμβανε θετικά τον ακροατή.
Η δεκαετία του 1980 δεν έκλεισε και με τον καλύτερο τρόπο για τους Judas Priest, ύστερα από το αμφιλεγόμενο "Turbo" (1986) και το μέτριο "Ram it down" (1988). Το συγκρότημα έπρεπε να αποδείξει ότι ακόμα ηγείτο της μεταλλικής μουσικής σκηνής, κάτι που τελικά κατάφερε να το πράξει, με την κυκλοφορία του από κάθε άποψη πάρα πολύ καλού "Painkiller".